πρωτογαμία

πρωτογαμία
ἡ, Α
(στους Ιουδαίους) τα προεόρτια τού γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -γαμία (< -γάμος < γάμος), πρβλ. πολυ-γαμία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”